εμπέτασμα

εμπέτασμα
το обои

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εμπέτασμα" в других словарях:

  • εμπέτασμα — το (AM ἐμπέτασμα) παραπέτασμα νεοελλ. χαρτί για επικάλυψη τής εσωτερικής επιφάνειας τοίχου, ταπετσαρία …   Dictionary of Greek

  • ἐμπετάσμασι — ἐμπέτασμα curtain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπετάσμασιν — ἐμπέτασμα curtain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπετάσματα — ἐμπέτασμα curtain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»